ημιόλιος

ημιόλιος
-ία, -ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, -ία, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς
2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν)
ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία
ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο με δύο κατάρτια τα οποία κλίνουν ελαφρά προς την πρύμνη, γολέτα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο
ναυτ. είδος τραπεζοειδούς ιστίου
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ημιόλια
μουσ. οι ομάδες τών μαύρων φθόγγων που παρεμβάλλονται μεταξύ τών διάκενων (λευκών) φθόγγων
4. φρ. «ημιόλια ιστία»
ναυτ. τετράπλευρα ιστία που αναδένονται πάνω σε κέρας
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιολία
ο λόγος τού ενός και μισού προς το ένα
2. φρ. α) «ἡμιολία ναῡς» — πλοίο ελαφρό που έχει μιάμιση σειρά κουπιών
β) «τροχαϊκός ἡμιόλιος» — τροχαϊκός στίχος που περιέχει ενάμισυ μέτρο.
επίρρ...
ἡμιολίως (Α)
κατά τρόπο ημιόλιο, κατά λόγο 11/2:1.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + όλος + επίθημα -ιος, πρβλ. εφημι-όλιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡμιόλιος — containing one and a half masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίων — ἡμιόλιος containing one and a half fem gen pl ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίως — ἡμιόλιος containing one and a half adverbial ἡμιόλιος containing one and a half masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόλιον — ἡμιόλιος containing one and a half masc acc sg ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίαις — ἡμιόλιος containing one and a half fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίοις — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίου — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίους — ἡμιόλιος containing one and a half masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίῳ — ἡμιόλιος containing one and a half masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόλια — ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”